- Ιωαννίνων, νομός
- Νομός (4.990 τ. χλμ., 170.239 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου. Στα Β συνορεύει με την Αλβανία, στα Α με τους νομούς Καστοριάς, Γρεβενών και Τρικάλων, στα Ν με τους νομούς Άρτης και Πρεβέζης και στα Δ με τον νομό Θεσπρωτίας. Ο ν.Ι. έχει πρωτεύουσα τα Ιωάννινα (βλ. λ.).
Διοικητική διαίρεση. Ο ν.Ι. περιλάμβανε με την προηγούμενη διοικητική διαίρεση τις επαρχίες Δωδώνης, Κονίτσης, Μετσόβου και Πωγωνίου. Μετά τη διοικητική ανασυγκρότηση που εισήγαγε το σχέδιο Καποδίστριας και την κατάργηση των επαρχιών χωρίζεται πλέον διοικητικά σε 28 δήμους (Ιωαννιτών, Αγίου Δημητρίου, Ανατολής, Ανατολικού Ζαγορίου, Άνω Καλαμά, Άνω Πωγωνίου, Δελβινακίου, Δερβιζιάνων, Δωδώνης, Εγνατίας, Εκάλης, Ευρυμενών, Ζίτσας, Καλπακίου, Καστανοχωρίων, Κεντρικού Ζαγορίου, Κόνιτσας, Μαστροχωρίων, Μετσόβου, Μολοσσών, Μπιζανίου, Παμβώτιδος, Πασαρώνος, Περάματος, Πραμάντων, Σελλών, Τζουμέρκων, Τύμφης) και 13 κοινότητες (Αετομηλίτσης, Βαθυπέδου, Βοβούσης, Δίστρατου, Καλαριτών, Λαβδάνης, Ματσουκίου, Μηλέας, Νήσου Ιωαννίνων, Πάπιγκου, Πωγωνιάτης). Πρωτεύουσα και σημαντικότερο αστικό κέντρο του ν.Ι. είναι τα Ιωάννινα.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Τα κυριότερα μορφολογικά χαρακτηριστικά του ν.Ι. είναι οι ψηλές επιμήκεις οροσειρές και οι στενές κοιλάδες. Το συγκεκριμένο μορφολογικό ανάγλυφο οφείλεται αφενός στη γεωλογική και τεκτονική δομή της περιοχής και αφετέρου στη λιθολογική αντίθεση που υπάρχει μεταξύ των ασβεστολιθικών και των αργιλοψαμμιτικών πετρωμάτων του φλύσχη. Γεωλογικά, οι οροσειρές είναι κυρίως αντίκλινα, που αποτελούνται από ασβεστόλιθους, ενώ οι κοιλάδες είναι σύγκλινα, που αποτελούνται από φλύσχη.
Στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, αρχίζει η οροσειρά της Πίνδου με τον Γράμμο (2.520 μ.), η οποία συνεχίζεται στα Ν με τα όρη Σμόλικας (2.637 μ.), Βασιλίτσα (2.249 μ.), Μαυροβούνι (2.160 μ.) και μετά το Μέτσοβο, έως τη νότια Πίνδο, με τον Λάκμο (Περιστέρι, 2.295 μ.) και τα Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα, 2.469 μ.). Δυτικά της Πίνδου σχηματίζονται τρεις οροσειρές, που διασχίζουν την περιοχή με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ: η πρώτη σχηματίζεται από τα όρη Δούσκος (Μερόπη, 2.198 μ.), του οποίου το βόρειο τμήμα βρίσκεται στο αλβανικό έδαφος, Τύμφη (Γκαμήλα, 2.497 μ.) και Μιτσικέλι (1.810 μ.)· η δεύτερη οροσειρά, που υψώνεται δυτικότερα της προηγούμενης και αρχίζει από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, σχηματίζεται από τα όρη Μακρύκαμπος (1.672 μ.), Κασιδιάρης (1.329 μ.), τα όρη Κουρέντων (1.172 μ.) και Τόμαρο (Ολύτσικα, 1.816 μ.)· η τρίτη, που αρχίζει επίσης από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και εκτείνεται στα σύνορα των νομών Ιωαννίνων-Θεσπρωτίας, αποτελείται από τα όρη Τσαμαντά (Μουργκάνα, 1.806 μ.) και συνεχίζεται με τα όρη του Σουλίου (1.615 μ.).
Οι πεδινές περιοχές του νομού είναι ασήμαντες, αφού καταλαμβάνουν μόνο το 3,3% της ολικής επιφάνειας. Ανάμεσα στις οροσειρές όμως δημιουργούνται οροπέδια, στα οποία έχουν αναπτυχθεί οι σπουδαιότεροι οικισμοί. Το σημαντικότερο είναι το οροπέδιο των Ιωαννίνων, στα δυτικά του κεντρικού τμήματος του Μιτσικελίου, με μέσο υψόμετρο 470 μ. Στο κέντρο του κλειστού αυτού οροπεδίου σχηματίζεται η λίμνη των Ιωαννίνων (βλ. λ.). Το οροπέδιο Πέντε Αλώνιαβρίσκεται στο ανατολικό-κεντρικό τμήμα του νομού κοντά στο Μέτσοβο.
Τον ν.Ι., εκτός από το οροπέδιο των Ιωαννίνων, διαρρέουν ποταμοί πλούσιοι σε νερά και με σχετικά ομοιόμορφη παροχή, γεγονός που οφείλεται στις πολλές βροχοπτώσεις και στην τροφοδοσία τους από καρστικές πηγές. Οι κοιλάδες των ποταμών έχουν και αυτές τη χαρακτηριστική διεύθυνση των οροσειρών, ενώ σε ορισμένες θέσεις κατευθύνονται εγκάρσια προς αυτές, ακολουθώντας συνήθως τεκτονικές γραμμές. Στα Β του Μετσόβου πηγάζει ο Αώος, ο οποίος διαρρέει την κοιλάδα μεταξύ Τύμφης και Σμόλικα, δέχεται στα ελληνοαλβανικά σύνορα τα νερά του Σαρανταπόρου και ρέει ύστερα στο αλβανικό έδαφος. Ανάμεσα στο Μιτσικέλι και στον Κασιδιάρη ρέει ο Καλαμάς (Θύαμις), ο οποίος στα Ν του Κασιδιάρη στρέφεται προς τα Δ, ρέει εγκάρσια προς τις οροσειρές και μπαίνει στον νομό Θεσπρωτίας. Ο Αχέροντας τροφοδοτείται από τα νερά της λεκάνης του Σουλίου, ο Λούρος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).
Το κλίμα του ν.Ι. είναι ηπειρωτικό, υγρό και τραχύ. Στα Ιωάννινα η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου είναι 6,1°C και η απολύτως ελάχιστη έχει φτάσει τους -9,9°C, ενώ το καλοκαίρι έχει ανέβει στους 40°C. Οι βροχοπτώσεις είναι μεγάλες και κυμαίνονται μεταξύ 1.000-1.200 χιλιοστών στα χαμηλά και έως 2.000 χιλιοστά στα ορεινά. Σημαντική επίσης είναι η νέφωση.
Οικονομία. Η οικονομία του ν.Ι. βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας είναι αρκετά χαμηλή, παρότι είναι μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων νομών της Ηπείρου· επιπλέον στον ν.Ι. είναι ανεπτυγμένη η βιοτεχνία και η οικοτεχνία ειδών λαϊκής τέχνης. Σημαντική είναι η παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων, κυρίως τυριού και βουτύρου· αντίθετα, είναι ασήμαντη η παραγωγή γεωργικών προϊόντων, εκτός από τον λυκίσκο (εδώ συγκεντρώνεται το 70% όλης της ελληνικής παραγωγής), τον αραβόσιτο και τον καπνό. Γενικά, ο ν.Ι. είναι ο πρώτος σε έκταση και πληθυσμό νομός της Ηπείρου και ο τρίτος σε έκταση της Ελλάδας. Είναι, επίσης, ο πιο αραιοκατοικημένος νομός της Ηπείρου. Εξαιτίας του χαμηλού αγροτικού εισοδήματος ο πληθυσμός συγκεντρώνεται είτε στα Ιωάννινα είτε μεταναστεύει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό. Τα μικρά και άγονα οροπέδια του νομού, που σχηματίζονται μεταξύ των οροσειρών, δεν ευνόησαν την ανάπτυξη μεγάλων οικισμών.
Σπίτι ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής στο Ζαγόρι του νομού Ιωαννίνων (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.